- αλλοίμονο
- επιφών.αντί αλίμονο*.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
Стефаниду, Смаро — Смаро Стефаниду греч. Σμάρω Στεφανίδου Род деятельности: актриса Дата рождения … Википедия
αλίμονο — επιφώνημα σχετλιαστικό, που εκφέρεται: α) μόνο του β) με προσωπικές κ.ά. αντωνυμίες σε γενική πτώση γ) αναλυτικά με την πρόθεση σε και αιτιατική και δ) με ουσιαστικό ή επίθετο εκτός από λύπη, εκφράζει απορία, έκπληξη, προσφώνηση, απειλή ή… … Dictionary of Greek
αλλοίμονος — ο (Μ ἀλλοίμονος) [ἀλλοίμονο] ο αλιτήριος, ο πανούργος νεοελλ. 1. ο πλεονέκτης 2. ο ασθενικός, ο καχεκτικός … Dictionary of Greek
εποιμώζω — ἐποιμώζω (Α) θρηνώ, στενάζω για κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + οιμώζω (< οίμοι «αλλοίμονο»)] … Dictionary of Greek